Η Γαλλία οφείλει να ανακτήσει ποσό άνω των 642 εκατ. ευρώ (εκτός τόκων), στο πλαίσιο κρατικής ενισχύσεως, που χορηγήθηκε στην εταιρεία ταχυδρομικών ταχυμεταφορών και αποστολών express δεμάτων και παλετών Sernam, σύμφωνα με απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, το 2001, η Επιτροπή είχε εγκρίνει αρχικά υπό όρους μια ενίσχυση αναδιάρθρωσης, ύψους 503 εκατ. ευρώ, προς τη Sernam, που τότε ανήκε κατά 100% στην SNCF (απόφαση Sernam 1).
Διαπιστώνοντας ότι οι όροι της απόφασης αυτής δεν είχαν τηρηθεί και ότι είχε χορηγηθεί νέα ενίσχυση, ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά, ύψους 41 εκατ. ευρώ, η Επιτροπή εξέδωσε το 2004 δεύτερη απόφαση (απόφαση Sernam 2).
Με την απόφαση Sernam 2, η Επιτροπή επέβαλε την ανάκτηση της ενίσχυσης ύψους 41 εκατ. ευρώ που κηρύχθηκε ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά και επιβεβαίωσε, θέτοντας νέους όρους συμβατού, ότι η ενίσχυση ύψους 503 εκατ. ευρώ που είχε εγκριθεί με την απόφαση Sernam 1 ήταν συμβατή με την εσωτερική αγορά.
Η απόφαση Sernam 2 προέβλεπε, μεταξύ άλλων, τη δυνατότητα επιλογής, ουσιαστικά, μεταξύ των εξής δύο όρων:
-η Sernam ήταν υποχρεωμένη, εντός ορισμένης προθεσμίας, να αποσυρθεί από την αγορά των οδικών μεταφορών·
-εναλλακτικώς, «σε περίπτωση που μέχρι τις 30 Ιουνίου 2005 η Sernam πωλούσε όλα μαζί τα στοιχεία του ενεργητικού της, με την τιμή της αγοράς, σε εταιρία χωρίς νομικό δεσμό με την SNCF, με διαφανή και ανοικτή διαδικασία, δεν θα εφαρμόζονταν οι όροι απόσυρσης από την αγορά των οδικών μεταφορών».
Η Γαλλία δήλωσε στην Επιτροπή ότι επέλεξε την εναλλακτική λύση της πώλησης όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού της Sernam και ότι αγοράστρια ήταν η Financière Sernam, εταιρεία συσταθείσα από την παλαιά διευθυντική ομάδα της Sernam.
Κατόπιν καταγγελιών, η Επιτροπή διαπίστωσε στη συνέχεια ότι ο όρος της πώλησης όλων μαζί των στοιχείων ενεργητικού της Sernam δεν είχε τηρηθεί και ότι η ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά ενίσχυση των 41 εκατ. δεν είχε ανακτηθεί.
Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ενίσχυση αναδιάρθρωσης ύψους 503 εκατ., που είχε εγκριθεί υπό όρους το 2004, είχε εφαρμοστεί κατά τρόπο καταχρηστικό και ότι ήταν ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά.
Η Επιτροπή έκρινε επίσης ότι τα μέτρα που είχαν ληφθεί από την SNCF προκειμένου να πωληθούν «όλα μαζί τα στοιχεία του ενεργητικού», ήτοι η ανακεφαλαιοποίηση της Sernam από την SNCF καθαρού ποσού 57 εκατ. ευρώ, η παραίτηση της SNCF από απαιτήσεις ύψους 38,5 εκατ. ευρώ έναντι της Sernam καθώς και ορισμένες εγγυήσεις που παρέσχε η SNCF κατά τη μεταβίβαση των δραστηριοτήτων της Sernam προς τη Financière Sernam, συνιστούσαν νέες κρατικές ενισχύσεις ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά.
Με απόφαση της 9ης Μαρτίου 2012, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το σύνολο των ενισχύσεων των οποίων είχε επωφεληθεί η Sernam, ήτοι συνολικώς άνω των 642 εκατ. ευρώ (μη συμπεριλαμβανομένων των τόκων), έπρεπε να επιστραφούν από τη Financière Sernam και τις θυγατρικές της, λόγω της οικονομικής συνέχειας που υφίστατο μεταξύ της Sernam και των εταιρειών αυτών.
Η SNCF άσκησε προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως της 9ης Μαρτίου 2012. Με την απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2015, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της SNCF.
Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι ο όρος συμβατού της ενίσχυσης αναδιάρθρωσης ο οποίος συνίστατο στην πώληση όλων μαζί των στοιχείων ενεργητικού της Sernam δεν τηρήθηκε, ότι η εγγραφή στο παθητικό εκκαθάρισης της Sernam της ενίσχυσης των 41 εκατ. ευρώ που είχε κηρυχθεί ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά με την απόφαση Sernam 2 δεν αρκούσε για την εξάλειψη της στρέβλωσης του ανταγωνισμού και ότι η υποχρέωση επιστροφής της κρατικής ενίσχυσης των 41 εκατ. ευρώ μεταβιβάστηκε στη Financière Sernam λόγω της οικονομικής συνέχειας μεταξύ της Sernam και της Financière Sernam μέσω της Sernam Xpress (θυγατρικής κατά 100 % της Sernam).
Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις της υποθέσεως, το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή δεν ισχύει στην εφαρμογή αντισταθμιστικού μέτρου.
Η SNCF ζήτησε από το Δικαστήριο την αναίρεση της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου.
Με τη σημερινή απόφασή του, το Δικαστήριο απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως της SNCF και επικυρώνει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου.
Ειδικότερα, το Δικαστήριο επιβεβαιώνει ότι η απόφαση Sernam 2 σκοπούσε στο να εξαλειφθεί η παρουσία της Sernam στην αγορά με διαρθρωτική υπερεπάρκεια δυναμικού, προκειμένου να αποτραπεί κάθε στρέβλωση του ανταγωνισμού συνδεόμενη με τη χορήγηση της ενισχύσεως αναδιαρθρώσεως ύψους 503 εκατ. ευρώ, απαιτώντας την ανάληψη των δραστηριοτήτων οδικών μεταφορών της Sernam από άλλες επιχειρήσεις και τη στροφή των δραστηριοτήτων της Sernam προς τις σιδηροδρομικές μεταφορές.
Επομένως, ορθώς το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε ότι ο σκοπός της πωλήσεως όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού της Sernam, που προβλέπεται από την απόφαση Sernam 2, συνίστατο στη διακοπή της οικονομικής δραστηριότητας της Sernam και στην εξαφάνιση αυτής.
Το Δικαστήριο επιβεβαιώνει επίσης ότι ο όρος σχετικά με τη μεταβίβαση όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού της Sernam, που προβλέπεται στην απόφαση Sernam 2, πρέπει να νοείται υπό την έννοια ότι αποκλείει τα στοιχεία του παθητικού, πράγμα που σημαίνει ότι το Γενικό Δικαστήριο ορθώς έκρινε ότι ο όρος αυτός δεν τηρήθηκε, καθόσον η μεταβίβαση που πραγματοποιήθηκε αφορούσε το σύνολο σχεδόν των στοιχείων του παθητικού της Sernam.
Ομοίως, το Γενικό Δικαστήριο και η Επιτροπή ορθώς έκριναν ότι υφίστατο οικονομική συνέχεια μεταξύ της Sernam και της Financière Sernam, μέσω της Sernam Xpress.
Συγκεκριμένα, η Sernam Xpress βαρυνόταν με την υποχρέωση επιστροφής της παράνομης ενισχύσεως, υποχρέωση η οποία μεταβιβάστηκε εν τέλει στη Financière Sernam, λόγω της συγχωνεύσεώς της με τη Sernam Xpress.
Τέλος, το Δικαστήριο επιβεβαιώνει ότι το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή δεν ισχύει στην εφαρμογή αντισταθμιστικού μέτρου.
Συγκεκριμένα, η αντισταθμιστική λογική της πωλήσεως όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού της Sernam, που προβλέπεται στην απόφαση Sernam 2, είναι διαφορετική από τη λογική ενός ιδιώτη επιχειρηματία ο οποίος επιδιώκει τη μεγιστοποίηση των κερδών του ή, στην προκειμένη περίπτωση, την ελαχιστοποίηση των ζημιών του.