H ανάκτηση της αξιοπιστίας και η ενίσχυση της ρευστότητας αποτελούν τις κυρίαρχες προτεραιότητες της νέας διοίκησης των ΕΛΤΑ.
Το υπερΤαμείο όρισε ως νέο πρόεδρο τον Πολυχρόνη Γριβέα και νέο διευθύνοντα σύμβουλο τον Ηλία Αθανασίου, έχοντας ως επιδίωξη την ανάσχεση της αρνητικής πορείας του Οργανισμού.
Το εγχείρημα μόνο εύκολο δεν είναι, ωστόσο η νέα διοίκηση, σύμφωνα με στελέχη της ταχυδρομικής αγοράς, οριοθέτησε ως προτεραιότητες την ανάκτηση της αξιοπιστίας των ΕΛΤΑ, έπειτα από το πρόβλημα που δημιουργήθηκε με τους λογαριασμούς της ΔΕΗ και την εξεύρεση πόρων – κυρίως – από την αποζημίωση της Καθολικής Υπηρεσίας και τις οφειλές του ελληνικού δημοσίου.
Μόλις την προηγούμενη εβδομάδα, ψηφίστηκε τροπολογία στη Βουλή, η οποία ενέκρινε 30 εκατ. ευρώ ως μέρος της Καθολικής Υπηρεσίας για τα έτη 2016 και 2017, χαρακτηρίζοντάς τα ως Υπηρεσία Γενικού Οικονομικού Ενδιαφέροντος.
Τα ΕΛΤΑ έχουν λάβει άλλα 45 εκατ. για τα έτη 2013 – 15, ωστόσο οι αξιώσεις τους είναι μεγαλύτερες, καθώς η ΕΕΤΤ επαλήθευσε στα 127,9 εκατ. ευρώ το καθαρό κόστος της Καθολικής Ταχυδρομικής Υπηρεσίας για την περίοδο 2013 – 2015.
Αυτό σημαίνει ότι απομένουν άλλα 82,9 εκατ. για την περίοδο 2013 – 2015, τα οποία τα ΕΛΤΑ, πιθανότατα μέσω του υπουργείου Ψηφιακής Πολιτικής, εξετάζουν την κοινοποίηση – στην ΕΕ – όλων τα αναγκαίων στοιχείων, από τα οποία προκύπτει ότι η καταβολή του Καθαρού Κόστους Καθολικής Υπηρεσίας συνιστά αντιστάθμιση συμβατή με το ενωσιακό θεσμικό πλαίσιο περί κρατικών ενισχύσεων.
Σε πτώση ο κύκλος εργασιών
Τα τελευταία χρόνια, τα ΕΛΤΑ παρουσιάζουν μείωση του κύκλου εργασιών, εξαιτίας της πτώσης του «παραδοσιακού» ταχυδρομείου και της αναποτελεσματικότητας στην εξεύρεση εναλλακτικών πόρων.
Πέρσι, ο κύκλος εργασιών της μητρικής εταιρείας ανήλθε σε 310,7 εκατ., έναντι 311,7 εκατ. το 2016, μειωμένος κατά 0,3%, ενώ οι ζημιές μετά από φόρους διευρύνθηκαν στα 15,9 εκατ., έναντι 13,6 εκατ.
Σύμφωνα με τον Οργανισμό, οι μακροοικονομικές εξελίξεις στην Ελλάδα, επί σειρά ετών, δημιουργούν ισχυρές πιέσεις στην ταχυδρομική αγορά, οδηγώντας αφενός στη μείωση ζήτησης ταχυδρομικών υπηρεσιών, εκ μέρους των καταναλωτών και αφετέρου, στη συνεχή τάση εξοικονόμησης ταχυδρομικών δαπανών, εκ μέρους των επιχειρήσεων.
Στο πλαίσιο αυτό, οι επιχειρήσεις παρέχουν κίνητρα προς το πελατολόγιό τους για ηλεκτρονική επικοινωνία, μειώνουν τη συχνότητα ταχυδρομικών αποστολών και μετατοπίζουν επιστολές σε χαμηλότερα κλιμάκια βάρους με αποτέλεσμα την αλλαγή κλίμακας τιμολόγησης.
Τέλος, το εντονότερο πρόβλημα της επιχείρησης αποτελεί η στενότητα ταμειακών διαθεσίμων. Η καθυστέρηση είσπραξης της αποζημίωσης του καθαρού κόστους της Καθολικής Υπηρεσίας της τριετίας 2013 – 2015, καθώς και στη συνέχεια του 2016 (το οποίο έχει υποβληθεί προς επαλήθευση στην ΕΕΤΤ) εντείνει την πίεση στη ρευστότητα της επιχείρησης.
Στην ίδια κατεύθυνση συμβάλλει και η αυξανόμενη πίεση εκ μέρους των μεγάλων πελατών για επιμήκυνση του χρόνου πίστωσης.